être pincé - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

être pincé - translation to γαλλικά


être pincé      
être pincé
(être pincé [тж. se faire pincer])
попасться, влипнуть
être sujet à la pince      
être sujet à la pince
{ прост. }
быть нечистым на руку
pincer      
1. {vt}
1) щипать, ущипнуть, ущемить
2) сжимать
pincer la bouche [le bec] — надуться ( в знак неудовольствия )
3) плотно облегать ( о платье )
pince moi, je rêve! {разг.} — это невероятно!
4) схватывать, задерживать, ловить; сцапать; застукать
pincer un voleur — поймать вора
pincé! — попался!, влип!
se faire pincer, être pincé — попасться; влипнуть
5) {уст.} попробовать, отведать
en pincer pour qn — увлечься кем-либо, влюбиться в кого-либо
6) пинцировать, прищипывать ( концы веток )
7) {муз.} исполнять пиччикато
8) застрачивать мелкими складками
9) {прост.} понимать, схватывать
10) pincer son français {бельг.} — манерно говорить по-французски
2. {vi}
1) щипать ( о горчице и т. п.; о морозе )
ça pince! {разг.} — морозит; морозец
2) ( de ) играть ( на щипковых инструментах )
pincer de la guitare — играть на гитаре